ευσυγκατάβατος

ευσυγκατάβατος
εὐσυγκατάβατος, -ον (Μ)
1. αυτός που συγκαταβαίνει, που δείχνει καταδεκτικότητα και επιείκεια εύκολα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐσυγκατάβατον
η εύκολη συγκατάβαση («τὸ εὐσυγκατάβατόν σου τῆς εὐσεβείας», Στουδ. Θεόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συγ-κατα-βαίνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”